σκεπάζω

σκεπάζω
ΝΜΑ, και ποιητ. τ. σκεπῶ, -άω, Α
1. περιβάλλω κάποιον ή κάτι με σκέπασμα, επικαλύπτω (α. «και σφαλιχτά τα μάτια μου σκεπάζω με τα χέρια μου», Γρυπ.
β. «τά μὲν δεόμενα σκέπης τοῡ ἀνθρώπου σκεπάζειν τὸν θώρακα», Ξεν.)
2. καλύπτω κάποιον με κλινοσκεπάσματα ή με ρούχα («σκέπασε το παιδί καλά να μην κρυώσει»)
3. τοποθετώ στέγη σε έναν χώρο ή σε ένα οίκημα, στεγάζω («έχτισαν το σπίτι κι ακόμη δεν τό σκέπασαν»)
4. μτφ. α) παρέχω ασφάλεια και προστασία σε κάποιον, προκαλύπτω, προφυλάσσω (α. «στάθηκε μπροστά του και τον σκέπασε με το σώμα του» β. «ἡμᾱς ἀπέσταλκεν, τοὺς δὲ πλινθουλκοὺς σκεπάζει, οὓς ἔδει λειτουργεῑν», πάπ.
γ. «τὴν κατὰ πρόσωπον ἐπιφάνειαν ἐσκέπαζον ταῑς τῶν θυρεῶν προβολαῑς», Πολ.)
β) αποκρύπτω κάτι, ώστε να μη γίνει γνωστό, συγκαλύπτω μια πράξη ή έναν ένοχο, αποσιωπώ («να πλημμυρίση ολούθενε η χαρά σας και να σκεπάση τη ντροπή», Ζερβ.)
νεοελλ.
1. φρ. α) «τά σκεπάζω» — τά συγκαλύπτω
β) (στον Ερωτόκρ.) «η πλάκα όσες σκεπάζει» — όσες είναι πεθαμένες
2. παροιμ. «εμάκρυναν οι ποδιές της κι εσκέπασαν τις γάμπες της» — όταν πλουτίσει κανείς, αποσιωπώνται οι παρανομίες που είχε διαπράξει
αρχ.
1. ιδιοποιούμαι δικαιώματα προστάτη ή αυθέντη («τὰς ἱερὰς ἀρούρας σκεπάζειν», πάπ.)
2. καταπραΰνω, κατασιγάζω («τὸ δὲ καῡμα τῶν Ἐρώτων...τίνι σκεπάζω», Ανακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι ρηματ. τ. σκεπάζω, σκεπῶ ανήκουν στην οικογένεια τής λ. σκέπας (βλ. λ. σκέπας) και πρέπει να είναι μετονοματικά παρ. (πιθ. από το σκέπας ή το σκέπη). Ο τ. σκεπάζω είναι ο πιο εύχρηστος τ. ενεστ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκεπάζω — cover pres subj act 1st sg σκεπάζω cover pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπάζω — σκεπάζω, σκέπασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκεπάζω — σκέπασα, σκεπάστηκα, σκεπασμένος 1. καλύπτω: Το χιόνι σκέπασε τα πάντα. – Σκεπάστηκε με μια χοντρή κουβέρτα, για να μην κρυώνει. 2. προστατεύω, προκαλύπτω: Τους δικούς μας τους σκέπαζε ένας ορεινός όγκος από τις οβίδες του εχθρού. 3. αποσιωπώ,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκεπάζῃ — σκεπάζω cover pres subj mp 2nd sg σκεπάζω cover pres ind mp 2nd sg σκεπάζω cover pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσκεπασμένα — σκεπάζω cover perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσκεπασμένᾱ , σκεπάζω cover perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσκεπασμένᾱ , σκεπάζω cover perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαφροσκεπάζω — σκεπάζω ελαφρά, με ελαφριά σκεπάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + σκεπάζω] …   Dictionary of Greek

  • σκεπαζομένων — σκεπάζω cover pres part mp fem gen pl σκεπάζω cover pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπαζόμενον — σκεπάζω cover pres part mp masc acc sg σκεπάζω cover pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπασθέντα — σκεπάζω cover aor part pass neut nom/voc/acc pl σκεπάζω cover aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπάζει — σκεπάζω cover pres ind mp 2nd sg σκεπάζω cover pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”